- πολιτοφύλαξ
- πολῑτο-φύλαξ [pron. full] [ῠ], ᾰκος, ὁ,A warden of the citizens, title of a magistrate, Arist.Pol.1268a22; at Larissa, ib.1305b29.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
πολιτοφύλαξ — ακος, ὁ, Α βλ. πολιτοφύλακας … Dictionary of Greek
πολιτοφυλακώ — έω, Α [πολιτοφύλαξ, ακος] επιτηρώ τους πολίτες μιας πόλης … Dictionary of Greek
πολιτοφύλακας — ο / πολιτοφύλαξ, ακος, ΝΑ νεοελλ. μέλος τής πολιτοφυλακής αρχ. (ως αξίωμα) φρουρός τών πολιτών … Dictionary of Greek
πολιτοφύλακας — πολῑτοφύλακας , πολιτοφύλαξ warden of the citizens masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πολιτοφύλακες — πολῑτοφύλακες , πολιτοφύλαξ warden of the citizens masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)